
Ένα από τα ωραιότερα -πιο αστεία, τρυφερά, βαθιά φιλοσοφημένα και διεισδυτικά- παιδικά βιβλία που έχουν γραφτεί είναι οι ιστορίες της Πίπης Φακιδομύτης, της σουηδής συγγραφέως Astrid Lindgren.
Κι ενώ τα βιβλία της (όχι μόνο η Πίπη Φακιδομύτη, αλλά και όλα τα υπόλοιπα) ξεχειλίζουν από χιούμορ, περιπέτεια, χαρά της ζωής και παιδική ξεγνοιασιά, ταυτόχρονα, τα περισσότερα από αυτά έχουν ως κύριο στοιχείο τους τον παιδικό πόνο: της απώλειας, του θανάτου, της μοναξιάς και της περιθωριοποίησης. Μόνο που, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στα κλασικά παιδικά μυθιστορήματα, όπως είναι ο «Όλιβερ Τουίστ», η δικαίωση, η ευτυχία και το happy end δεν έρχονται από μια συγκυρία της τύχης που φέρνει κάποιους καλούς ανθρώπους στο δρόμο του άτυχου παιδιού, αλλά μέσα από το ίδιο το παιδί, από τις δικές του «θετικές δυνάμεις».
Η Πίπη, λοιπόν, είναι ένα παιδί ορφανό που ζει μόνο του σε ένα μισοερειπωμένο σπίτι. Μόνο που η ίδια έχει για σύνθημά της τη φράση «Φτιάχνω τον κόσμο μου όπως μου αρέσει να είναι». Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η Πίπη ζει μέσα σε ένα τεράστιο «ψέμα»: O πατέρας της είναι καπετάνιος κι έχει γίνει βασιλιάς μιας πρωτόγονης φυλής στις Νότιες Θάλασσες, η ίδια είναι τόσο δυνατή που μπορεί να σηκώσει ένα φορτηγό στα χέρια της και να νικήσει τους πιο επικίνδυνους ληστές και, επιπλέον, είναι πάρα πολύ πλούσια, γιατί ο μπαμπάς της της έχει αφήσει ένα σεντούκι γεμάτο χρυσά νομίσματα.
Λυπάται, αισθάνεται μοναξιά, νοσταλγεί τους γονείς της, ζηλεύει τα άλλα παιδιά που έχουν πιο κανονικές ζωές, αλλά η χωρίς όρια φαντασία της τη βοηθά κάθε φορά να ξαναβρεί το δικό της νόημα και τη χαρά στη ζωή της όπως είναι.
Ίσως δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να προσεγγίσει κανείς τα παιδικά ψέματα από αυτόν της Lindgren. Πέρα από αυτά που επιτάσσει η ηθική της ενήλικης ζωής, την υποχρέωση, δηλαδή, της προσαρμογής στην πραγματικότητα και την αποδοχή της όπως είναι «αντικειμενικά», η παιδική φαντασία έχει ακόμη τη δύναμη να φτιάχνει το δικό της κόσμο ή, μάλλον, να φέρνει τον κόσμο στα μέτρα της, να του αφαιρεί πράγματα δύσκολα και να του προσθέτει ευχάριστα.
Μπορεί πάλι, όμως, και να τα διαλύσει όλα αυτά, όταν παύει να τα χρειάζεται ή όταν συγκρουστεί με την πραγματικότητα: τους γονείς που θυμώνουν με το ψέμα, τους φίλους που κοροϊδεύουν, τις ηθικές παραινέσεις του κοινωνικού περίγυρου.Το ερώτημα που γεννιέται είναι γιατί τα παιδιά λένε ψέματα.
Τα παιδιά λένε ψέματα για διάφορους λόγους:
- Από φόβο, π.χ. για τις συνέπειες κάποιας πράξης τους. Στην περίπτωση αυτή οι γονείς θα πρέπει να σκεφτούν αν οι κανόνες που έχουν θέσει στο παιδί τους είναι υπερβολικά αυστηροί κι αν το παιδί νιώθει ελεύθερο να τους μιλήσει ανοιχτά.
- Για να προστατεύσουν κάποιον άλλον.
- Επειδή έχουν έντονη φαντασία και η αλήθεια είναι βαρετή.
- Για να αποφύγουν μία δυσάρεστη ΄δουλειά’ (π.χ. ότι έπλυναν τα δόντια τους).
- Κατά λάθος. Μερικές φορές το ψέμα βγαίνει από τα χείλη των παιδιών αυτόματα, χωρίς καν να το σκεφτούν. Ειδικά αν το πιάσουν ‘στα πράσα΄ να κάνει μια ζαβολιά (π.χ. «ποιος έσπασε το βάζο;» -«όχι εγώ!»).
- Για να τα αγαπούν και να τα αποδέχονται και επειδή τα παιδιά θέλουν να εντυπωσιάζουν τους άλλους άμεσα και αποτελεσματικά
Μπορούμε να βοηθήσουμε τον μικρό ψεύτη να μην γίνει ένας μικρός Πινόκιο;
Όχι, δε μπορείτε να κάνετε το παιδί σας να μη λέει ψέματα, αλλά μπορείτε να χρίσετε το ψέμα ως πράξη που δεν επιβραβεύεται.
Πολλές φορές τα ψέματα προκύπτουν ως μέσο αυτό-προστασίας, οπότε καλό είναι , καταρχήν, το περιβάλλον του σπιτιού να μην αναγκάζει το παιδιά να λένε ψέματα ή να υποφέρουν τις συνέπειες αυτών.
Τι άλλο μπορείτε να κάνετε;
- Να μένετε επικεντρωμένοι στο τι έγινε ή ποιο είναι το πρόβλημα και όχι να αρχίσετε τις κατηγορίες.
- Να μην μπαίνετε στην διαδικασία ανάκρισης (π.χ. αφού έφυγες από το σχολείο, από ποιον δρόμο γύρισες στο σπίτι; Και τι ώρα ακριβώς ήταν;) και μην ‘στήνετε το παιδί στον τοίχο’. Σκοπός σας είναι να επικοινωνήσετε μαζί του. Η ανάκριση θα κάνει το παιδί να κλειστεί ακόμα περισσότερο στον εαυτό του.
- Δείτε την θετική πλευρά: Το ψέμα είναι μία άστοχη τεχνική επιβίωσης.
- Είναι εύκολο να «γλιστρήσει» κανείς σε ένα ψέμα και ακόμα πιο εύκολο να το διαιωνίσει, λέγοντας κι άλλα ψέματα βασισμένα στο αρχικό. Το δύσκολο είναι να «βγει» κανείς από αυτό.
- Όταν το παιδί κάνει μια σκανδαλιά, μην το παγιδεύσετε σε ένα ψέμα. Αντίθετα, δώστε του την ευκαιρία να πει την αλήθεια και να ‘βγει από πάνω’. Αντιμετωπίζοντάς το με ευθεία ερώτηση πιθανώς να οδηγήσει σε ψέμα, ενώ μιλώντας του ήρεμα για αυτό που έκανε μπορεί να οδηγήσει το παιδί να το παραδεχτεί. Για παράδειγμα, αν το παιδί έρθει στο σπίτι με μελανιασμένο μάτι και του φωνάξετε «θα σε σκοτώσω αν μάθω ότι έμπλεξες σε καβγά! Έμπλεξες σε καβγά;», αυτόματα το οδηγείτε στο να σας πει «Όχι, έπεσα πάνω σ’έναν τοίχο». Είναι προτιμότερο να του πείτε κάτι του στιλ «ωχ! Τι έπαθε το μάτι σου; Κάτσε να μου πεις».
- Η αλήθεια είναι δύσκολο να ειπωθεί. Είναι ρίσκο να αποκαλύψεις κάτι. Αν, λοιπόν, το παιδί βρει το θάρρος να σας αποκαλύψει κάποια σκανδαλιά του θα πρέπει να ευχαριστήσετε που σας είπε την αλήθεια και να το επιβραβεύσετε για την ηθική που επέδειξε. Έπειτα πρέπει να αντιμετωπίσετε την σκανδαλιά του ορίζοντας τις απαραίτητες επιπτώσεις. Πρέπει, δηλαδή, να καταλάβει ότι ήταν καλό που είπε την αλήθεια αλλά πως αυτό δεν σημαίνει ότι «την γλυτώνει» εντελώς.
- Μην μαλώνετε ποτέ το παιδί αν λέει αλήθεια.
- Πριν μιλήσετε με το παιδί σας για ένα ψέμα που είπε, βεβαιωθείτε πως πράγματι το είπε. Κατηγορώντας το άδικα ή μη πιστεύοντάς το όταν σας λέει την αλήθεια θα καταστρέψει την μεταξύ σας εμπιστοσύνη.
Εάν, όμως, το παιδί αντιδρά έντονα και ο διάλογος μαζί του είναι αδύνατος, ή καταφεύγει συχνά στο ψέμα τότε θα ήταν συνετό να συμβουλευτείτε κάποιον ειδικό.
Μη ξεχνάτε ότι η στάση ζωής σας , η εντιμότητα, και οι απόψεις σας αποτελούν παράδειγμα για το παιδί σας.